ἀπογεύομαι

ἀπογεύομαι
ἀπογεύω
give
pres ind mp 1st sg
ἀπογεύω
give
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απογεύομαι — (AM ἀπογεύομαι, Α. κ. γεύω) μσν. νεοελλ. τελειώνω το γεύμα μου μσν. παίρνω τροφή αρχ. 1. δοκιμάζω κάτι 2. δίνω σε κάποιον ελάχιστη ποσότητα τροφής, μόλις να δοκιμάσει …   Dictionary of Greek

  • προαπογεύομαι — Α δοκιμάζω κάτι με τη γεύση εκ τών προτέρων («τροφῆς προαπογεύονται», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογεύομαι «δοκιμάζω με τη γεύση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”